Mario Canonge


Ημερομηνία Τρίτη, 09 Νοέ 2004 @ 11:00
Θέμα/Κατηγορία Μουσικά νέα - Συναυλίες - Δισκογραφία

Αποστολέας LavantiS



Την Παρασκευή 12 Νοεμβρίου το Half Note υποδέχεται τον Mario Canonge! Έχοντας γεννηθεί στη Μαρτινίκα και έχοντας χτίσει την καριέρα του στη Γαλλία, ο Canonge είναι σήμερα ένας από τους πιο καταξιωμένους βιρτουόζους πιανίστες που έχει παίξει δίπλα στα λαμπρότερα ονόματα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, αλλά κυρίως ένας τολμηρός και καινοτόμος καλλιτέχνης, που δεν σταματά να εξερευνεί τα όρια της μουσικής και να πειραματίζεται, κρατώντας ως γνώμονα τις δύο μεγάλες αγάπες της ζωής του: την jazz και την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας του.



Αν και μεγάλωσε μέσα σε οικογένεια μουσικών, ως παιδί δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τη μουσική. Μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε, έφηβος πια, μπροστά σε ένα παλιό, ξεχασμένο πιάνο της γιαγιάς του κι άρχισε να παίζει για να περάσει την ώρα του. Από εκείνο το απόγευμα και μετά η ζωή του θα περιστρεφόταν γύρω από την αγάπη του για το πιάνο και τη μουσική. Η πρόοδος του Mario ήταν αστραπιαία και πολύ σύντομα βρέθηκε να παίζει εκκλησιαστικό όργανο στην εκκλησία Saint-Thérèse, ενώ σε ηλικία 17 μόλις ετών ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Παρίσι, για δύο συναυλίες με την χορωδία “La chorale du Francois” .

Ο Canonge επέστρεψε στη Γαλλία μόλις ενηλικιώθηκε για να σπουδάσει μουσικολογία. Φαίνεται όμως, πως το πάθος του για το πιάνο δεν χωρούσε στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου κι έτσι περνούσε τις ακαδημαϊκές του ώρες παίζοντας σε διάφορα συγκροτήματα.

Ταξιδεύοντας συχνά μεταξύ Ευρώπης και Μαρτινίκας, ο Canonge έχτισε με τη μουσική του μία γέφυρα ανάμεσα στις δύο τόσο διαφορετικές αυτές κουλτούρες, παντρεύοντας την jazz με στοιχεία από την παραδοσιακή μουσική των γαλλικών Αντίλλων. Μετά το βραβείο που κέρδισε στο φεστιβάλ de la Défense, η φήμη του εξαπλώθηκε ταχύτατα στους μουσικούς κύκλους της εποχής. Ο Canonge έγινε περιζήτητος και καθώς η αγάπη του για τη μουσική ήταν αστείρευτη, βρέθηκε να συμμετέχει παράλληλα σε πολλά μουσικά σχήματα και συνοδεύει κορυφαίους καλλιτέχνες, όπως η Nicole Croisille και η Dee Dee Bridgewater.

Μετά τη δεκαετία του ’80, ωστόσο, ο Canonge αποφασίζει να ακολουθήσει τον δικό του μουσικό δρόμο κι έτσι το 1992 ηχογραφεί μέσα σε τρεις μέρες το πρώτο προσωπικό του album, “Retour aux sources”, το οποίο σημειώνει τεράστια εμπορική επιτυχία και αποσπά εγκωμιαστικά σχόλια από μουσικούς, κριτικούς και κοινό.

Από τότε μέχρι σήμερα η προσωπική δουλειά του Canonge έχει ως βάση την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας του, αλλά παραμένει ανοιχτή σε πάσης φύσεως μουσικούς πειραματισμούς. Εκτός από κορυφαίος βιρτουόζος πιανίστας ο Mario Canonge έχει ήδη περάσει στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής ως ένας ακαταπόνητος εξερευνητής, που αναζητά διαρκώς νέους μουσικούς δρόμους.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Έχετε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Καραϊβική και συγκεκριμένα στην Μαρτινίκα. Επηρεάζει η καταγωγή τη μουσική σας;
Καταλυτικά, νομίζω. Μεγάλωσα μέσα στην παραδοσιακή μουσική της πατρίδας μου και αργότερα όταν άρχισα να ταξιδεύω στην Ευρώπη γνώρισα και αγάπησα τη jazz. Μέχρι και σήμερα η ζωή μου είναι μοιρασμένη ανάμεσα στη Γαλλία και τη Μαρτινίκα και το ίδιο συμβαίνει και στη μουσική που γράφω. Η μουσική μου αντανακλά τη ζωή μου, τον τρόπο που σκέφτομαι. Την προσπάθειά μου να ζω στο σήμερα, χωρίς να απομακρύνομαι από τις ρίζες μου. Ζω ανάμεσα σε δύο κόσμους και νομίζω πως με τη μουσική μου προσπαθώ να φτιάχνω γέφυρες για να τους ενώνω.

Προέρχεστε από οικογένεια μουσικών. Να υποθέσω πως η ενασχόλησή σας με τη μουσική ήταν φυσικό επακόλουθο;
Στην περίπτωσή μου συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Πράγματι η οικογένεια μου είχε σχέση με τη μουσική, οι περισσότεροι μάλιστα ήταν πιανίστες. Στα παιδικά μου χρόνια, λοιπόν, αντιδρούσα πολύ στην ιδέα να μάθω κάποιο όργανο. Ίσως επειδή δεν ήθελα να κάνω κάτι μόνο και μόνο επειδή ήταν μια οικογενειακή παράδοση. Πολλές φορές οι γονείς μου είχαν προσπαθήσει να μου κινήσουν το ενδιαφέρον, να με φέρουν σε επαφή με τη μουσική, αλλά ήμουν πολύ αρνητικός. Κάποια στιγμή, απογοητεύτηκαν και παραιτήθηκαν.

Και πως αλλάξατε στάση απέναντι στη μουσική;
Πρέπει να ήμουν 13-14 χρονών. Ζούσα με τη γιαγιά μου τότε και στο σπίτι υπήρχε ένα παλιό πιάνο. Δεν έπαιζε κανείς πια και το θυμάμαι σε μία άκρη του σαλονιού σκονισμένο και ξεκούρδιστο. Κάποιο απόγευμα ήμουν μόνος στο σπίτι και δεν είχα τι να κάνω. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε η ιδέα να ανοίξω το πιάνο. Κάθισα στο σκαμνί κι άρχισα να χτυπάω αδιάφορα τα πλήκτρα, έτσι για να περάσει η ώρα. Σιγά-σιγά όμως άρχισα να παρατηρώ τη διαφορά ανάμεσα στις νότες και τα διαφορετικά συναισθήματα που μου προκαλούσε κάθε ήχος. Άρχισα να κάνω συνδυασμούς, να προσπαθώ να φτιάξω μελωδίες... Ούτε που θυμάμαι πόσες ώρες έμεινα στο σαλόνι εκείνο το απόγευμα. Πάντως, όταν η γιαγιά μου γύρισε σπίτι με βρήκε καθισμένο στο πιάνο. Δεν πίστευε στα μάτια της όταν με είδε τόσο απορροφημένο πάνω από το πιάνο. Εκείνο το απόγευμα ήταν καταλυτικό για τη ζωή μου. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως η μουσική, που μέχρι τότε απέρριπτα τόσο κατηγορηματικά- ήταν αυτό που ήθελα πραγματικά να κάνω. Από τότε κι έπειτα το πιάνο έγινε το πάθος μου. Ξυπνούσα και κοιμόμουν με τη σκέψη να βρω ελεύθερο χρόνο για να εξασκηθώ.

Και η πρώτη σας επαφή με το κοινό;
Έγινε σχετικά σύντομα... Άρχισα να παίζω εκκλησιαστικό όργανο σε μια εκκλησία κοντά στο σπίτι μου. Εκεί με άκουσε ο διευθυντής μιας χορωδίας από μια περιοχή της νότιας Μαρτινίκας και μου πρότεινε να τους ακολουθήσω στο Παρίσι, όπου θα έδιναν δύο συναυλίες στο Bataclan. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με πολύ κοινό και ταυτοχρόνως με το Παρίσι. Σε εκείνο το σύντομο ταξίδι αποφάσισα πως έπρεπε οπωσδήποτε να ξαναγυρίσω στην πόλη αυτή.

Και όντως το κάνατε μερικά χρόνια μετά..
Χρειάστηκε να περάσουν δύο χρόνια, για να κλείσω τα 18. Ξαναπήγα στο Παρίσι για να σπουδάσω μουσικολογία, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να αφοσιωθώ στις ακαδημαϊκές μου σπουδές. Στο Παρίσι συνέβαιναν τόσα πολλά πράγματα γύρω από τις τέχνες και συγκεκριμένα τη μουσική που μου ήταν αδύνατον να παρακολουθώ τα μαθήματα. Μου φαινόταν χάσιμο χρόνου. Προτιμούσα να εξασκούμαι μόνος μου στο πιάνο, να γράφω μελωδίες, να πειραματίζομαι συνδυάζοντας διαφορετικά μουσικά ιδιώματα και να παίζω με διάφορα συγκροτήματα σε μικρά μαγαζιά του Παρισιού.

Μπορεί να μην τα καταφέρατε πολύ καλά στις ακαδημαϊκές σας σπουδές, αλλά γίνατε πολύ γρήγορα γνωστός στο χώρο της μουσικής.
Νομίζω, πως στη μουσική δεν είναι οι θεωρητικές γνώσεις που έχουν σημασία, αλλά η ψυχή που βάζεις σε αυτό που κάνεις. Ίσως αυτό να ισχύει και γενικότερα στη ζωή. Αν κάτι το αγαπάς, αν είσαι πραγματικά παθιασμένος και το κάνεις με την ψυχή σου σίγουρα θα καταφέρεις να ξεχωρίσεις. Το πιο σημαντικό, νομίζω, είναι να μπορείς να βγάζεις τον εαυτό σου μέσα από οτιδήποτε κάνεις.

Έχετε παίξει πλάι σε κορυφαία ονόματα όπως η Dee Bridgewater και η Nicole Croisille. Μιλήστε μου γι’ αυτές τις συνεργασίες.
Τη δεκαετία του ’80 έκανα πάρα πολλές συνεργασίες. Όχι μόνο με τη Nicole και τη Dee Dee Bridgwater που αναφέρατε, αλλά και με μεγάλους καλλιτέχνες από τις Αντίλλες, όπως ο Ralph Thamar, o Henri Guédon, η Tanya Saint Val... Έκανα πολλά πράγματα παράλληλα, αλλά πραγματικά το απολάμβανα. Ο χώρος της μουσικής, βλέπετε, δεν είναι καθόλου ανοιχτός. Πολλοί εξαιρετικοί μουσικοί έχουν μείνει στην αφάνεια, επειδή δεν είχαν την τύχη να κάνουν καλές συνεργασίες. Εγώ ήμουν τυχερός, γιατί από τα πρώτα μου κιόλας βήματα στο Παρίσι, δέχτηκα πολλές προτάσεις από σπουδαίους και πολύ διάσημους καλλιτέχνες. Ένιωθα περήφανος που με ήθελαν στα συγκροτήματά τους. Παράλληλα συνειδητοποίησα ότι συμμετέχοντας στις συναυλίες και τις ηχογραφήσεις τους, όχι μόνο γινόμουν γνωστός στο ευρύ κοινό, αλλά γινόμουν και καλύτερος μουσικός. Ήταν κάτι σαν σχολείο για μένα, γιατί ήμουν ακόμα πολύ νέος και αυτή η συνεχής τριβή με το αντικείμενο μου ήταν πολύτιμη.

Παρόλα αυτά κάποια στιγμή αποφασίσατε να κάνετε τα δικά σας βήματα στη δισκογραφία....
Αυτή είναι μια εσωτερική ανάγκη που έχει νομίζω κάθε μουσικός που συνθέτει και δικά του κομμάτια. Είναι πολύ ωραίες οι συνεργασίες, αλλά δεν μπορείς να παίζεις πάντα τη μουσική των άλλων. Θέλεις κάποια στιγμή να βγάλεις προς τα έξω τη δική σου μουσική, τον εαυτό σου. Εγώ πιστεύω πως η μουσική είναι ένα όχημα για εκφράσει κανείς τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο. Κάθε κομμάτι είναι μια «δήλωση»...

Δήλωση σκέψεων, απόψεων ή συναισθημάτων;
Συνήθως ισχύουν και τα δύο. Τουλάχιστον για εμένα. Το συναίσθημα είναι η κινητήριος δύναμη για να γράφω μουσική, αλλά νομίζω πως από κει και πέρα η κάθε επιλογή, σε ότι αφορά το στίχο, την ενορχήστρωση κ.λ.π. είναι θέμα άποψης...

Επομένως η επιλογή σας να συνδυάζετε τη jazz με μουσικά ιδιώματα από ολόκληρο τον κόσμο και κυρίως από την Καραϊβική είναι άποψη;
Σαφώς και είναι. Καταρχήν είναι μια δική μου προσπάθεια να μείνω κοντά στις ρίζες μου, στην παραδοσιακή μουσική της Καραϊβικής. Από την άλλη είναι και μια προσπάθεια να εξερευνήσω τα όρια της jazz και να φέρω τον κόσμο σε επαφή με νέα ακούσματα. Πιστεύω πως στη μουσική δεν χωρούν παρωπίδες. Κανένας πειραματισμός, κανένας συνδυασμός δεν είναι απαγορευμένος. Αυτό θέλω να περάσω και στον κόσμο με τη μουσική μου. Θέλω να δείξω πως όταν ακούμε μουσική πρέπει να έχουμε ανοιχτό το μυαλό και τα αυτιά μας, να μην περιοριζόμαστε από στερεότυπα και προκαταλήψεις. Τα πάντα εξαρτώνται από το αισθητικό αποτέλεσμα κάθε συνδυασμού, όχι από το πόσο συναφή ή όχι είναι τα στοιχεία που τον αποτελούν.

Πριν όμως μπείτε στον χώρο της δισκογραφίας φανταζόσασταν ότι η μουσική σας θα είχε τόση απήχηση στον κόσμο; Περιμένατε ότι το πρώτο σας album “Retour aux sources” θα πουλούσε περισσότερα από 20.000 αντίτυπα;
Όχι, αυτό δεν το περίμενα. Ή μάλλον δεν περίμενα ότι θα συνέβαινε τόσο γρήγορα. Πίστευα ότι θα έπρεπε να περάσει λίγος καιρός για να μπορέσει το κοινό να αγαπήσει τη δουλειά μου. Φαίνεται όμως πως ο κόσμος έχει πιο υψηλές απαιτήσεις απ’ ότι νομίζουμε. Ακούω πολλούς συναδέλφους που λένε ότι είναι δύσκολο να πας κόντρα στην εκάστοτε μόδα που προωθεί η μουσική βιομηχανία, γιατί το κοινό σήμερα θέλει να ακούει «εύκολη» μουσική. Εγώ δεν το έχω νιώσει αυτό. Εξαρτάται, βέβαια και από τον ορισμό που δίνει κανείς στην επιτυχία. Αν θεωρεί επιτυχία το να κάνει πέντε εξώφυλλα κάθε μήνα, να παίζει κρυφτό με τους παπαράτσι και να αμείβεται με αστρονομικά ποσά.... τότε ναι, θα πρέπει να ακολουθήσει τους κανόνες του παιχνιδιού, όπως τους υπαγορεύει το μάρκετινγκ και τα Μ.Μ.Ε. Για μένα επιτυχία είναι να μπορείς να ζεις από τη μουσική, να μπορείς να ζεις κάνοντας αυτό που σου αρέσει και σε εκφράζει. Και η δική μου εμπειρία από τον χώρο μου έχει αποδείξει πως αυτό είναι εφικτό.

Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζετε τη δουλειά σας στο ελληνικό κοινό. Πώς πιστεύετε ότι θα την δεχτεί;
Νομίζω πως οι Έλληνες είναι πολύ ανοιχτοί άνθρωποι. Άρα θα είναι και καλοί ακροατές. Οι λαοί που ζουν κοντά στη θάλασσα είναι πάντα πιο ζεστοί, πιο δεκτικοί στα νέα ερεθίσματα. Είναι και για μένα πιο εύκολο να επικοινωνήσω με αυτούς τους λαούς, τους νιώθω πιο κοντά μου. Άλλωστε έχετε κι εσείς μια σπουδαία και πολύ πλούσια μουσική παράδοση, οπότε θα έχω κι εγώ την ευκαιρία να ακούσω καινούργια πράγματα. Ούτως η άλλως για μένα η μουσική είναι ένα ταξίδι. Κάθε τόπος κρύβει έναν θησαυρό που περιμένει να τον ανακαλύψεις.


Ο Mario Canonge εμφανίζεται από τις 12 μέχρι τις 18 Νοεμβρίου στο Half Note Jazz Club, Τριβωνιανού 17 Μετς, τηλ. 210-9213310. Mario Canonge: πιάνο, Michel Alibo: μπάσο, Jean Philippe Fanfant: ντραμς, Jacques Szwarc Bart: σαξόφωνο.





Το άρθρο αυτό προέρχεται από

HotStation.gr Greek Radio online


http://www.HotStation.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι το εξής
http://www.HotStation.gr/article445.html