Γιάννης Τσαρούχης: Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας, στο Μουσείο Μπενάκη


Ημερομηνία Δευτέρα, 21 Οκτ 2013 @ 10:00
Θέμα/Κατηγορία Σκέψεις, Θέσεις και Γνώμες

Αποστολέας LavantiS



«Εκεί, στις αναμνήσεις μου τις παιδικές βασίζεται ό,τι έκανα». Προσωπικός, αποκαλυπτικός ο Γιάννης Τσαρούχης στην έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης. Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Πρώτο Μέρος (1910-1940)», που εγκαινιάστηκε πρόσφατα στο Μουσείο Μπενάκη (της Οδού Πειραιώς).



Μια συναρπαστική, τεκμηριωμένη αφήγηση των γενεσιουργών αιτιών του σύνθετου έργου του, μια χαρτογράφηση όλων των επιδράσεων και ανησυχιών του τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του. Και μαζί της, δίψας του για το άγνωστο. Της περιέργειάς του για τα... πάντα. Από τον Καραγκιόζη μέχρι την κοπτική υφαντική. Και από τον υπερρεαλισμό μέχρι την ψαλτική.

«Για να καταλάβει κανείς τη δουλειά μου πρέπει να καταλάβει πρώτα απ' όλα ότι είμαι ερευνητής με μεγάλη περιέργεια. Ημουν και είμαι ένας ερευνητής και ένας μαθητής», αποκαλύπτει ο ίδιος.


«Ξιφίρ Φαλέρ»

Είναι η πρώτη φορά που μαθαίνουμε ότι η σχέση του με το θέατρο, παθιασμένη μέχρι τέλους, ξεκίνησε στα 6,5 χρόνια του. Οταν στην αγκαλιά της μαμάς του παρακολούθησε στο Θέατρο Φαλήρου την επιθεώρηση «Ξιφίρ Φαλέρ». Τα σκηνικά του Αραβαντινού «όχι μόνο με κράτησαν ξύπνιο, αλλά μου αποκάλυψαν για πρώτη φορά τη μαγεία του θεάτρου». Κατόπιν κατασκεύαζε παιχνιδάκια εμπνευσμένα από την τελευταία εντυπωσιακή σκηνή.

Πρώτη φορά μαθαίνουμε ότι η παράσταση της «Αΐντα» στο Στάδιο το 1916 ή 1917, η αιτία που ξεσήκωνε τη γειτονιά με τους λαρυγγισμούς του, μαζί με την «Αντιγόνη» που είδε στο Παρθεναγωγείο του Παπακώστα θα τον έκαναν να σκαρώνει παραστάσεις.

Η αφήγηση που καταλαμβάνει το δεύτερο όροφο του Μπενάκη ξεκινά με θέατρο και κλείνει πάλι με αυτό. Από το «Ξιφίρ Φαλέρ» καταλήγουμε στη μακέτα της «Αντιγόνης». «Ο αδελφός μου ο Μάριος ήταν ο μοναδικός θεατής του θεάτρου που είχα δημιουργήσει από 8 ετών. Ηταν ένα θέατρο από χάρτινους ηθοποιούς, πολλά σκηνικά και κοστούμια». Το πρώτο έργο που έπαιξε ήταν η «Αντιγόνη» με κείμενο αυτοσχέδιο!

«Το σπίτι μου, οι γονείς μου αγαπούσαν το θέατρο, δεν φαντάζονταν όμως ποτέ ότι ο γιος τους θα γίνει του θεάτρου και πολύ περισσότερο ότι είχα φιλοδοξία να γίνω ακροβάτης».

Οταν ο πατέρας του, στα 17 του χρόνια, τον ρώτησε αν αληθεύει πως θα γίνει ζωγράφος και αν μπορεί να τον διαβεβαιώσει ότι θα έχει το ταλέντο του Πάνου Αραβαντινού, ο Τσαρούχης τού απάντησε με ειλικρίνεια: «Δεν μπορώ να σε βεβαιώσω ότι έχω τάλαντο. Ενα πράγμα μπορώ να σου πω και γι' αυτό είμαι σίγουρος. Οτι θα έχω υπομονή και επιμονή».

Πράγματι. Από τον Πειραιά μετακομίζουν οικογενειακώς στην Ερμού, όπου θα παραμείνουν από το 1924 έως το 1927. Αντί να διαβάζει τα μαθήματά του ζωγραφίζει μανιωδώς νεκρές φύσεις, το Αστεροσκοπείο που είναι η θέα του και τους θαμώνες του γειτνιάζοντος καφενείου. Δοκιμάζει τα πάντα.

Τελειώνοντας το σχολείο αναζητά τους Σπαθάρηδες για να μάθει τον τρόπο που κατασκευάζουν τις φιγούρες τους. «Στα 17 μου χρόνια ξαναγύρισα στον Καραγκιόζη, που για μένα δεν ήταν μόνο μια παιδική διασκέδαση, αλλά ένα πράγμα σεβάσμιο σαν την εκκλησία», σημείωνε. Στην έκθεση υπάρχει η αντίστιξη του έργου του ακόμη και με τις φιγούρες του πιο «σκοτεινού» καραγκιοζοπαίχτη, του Δεσούσαρου.

Ανήσυχος, ανικανοποίητος, ακομπλεξάριστος κι απενοχοποιημένος (με την άνεση που έβλεπε όπερα πήγαινε και στα καταγώγια για να ακούσει ρεμπέτικα), το 1927, ήδη μαθητής της Καλών Τεχνών, επιδιώκει να γνωρίσει τον Κόντογλου, στον οποίο δείχνει ακουαρέλες του. «Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου 'πε καθαρά ότι τον απογοήτευσα». Του είπε: «Μου 'παν ότι ήσουν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν παιδί λαϊκό που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα καλά πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού (...)». «Είχε καταρρακώσει όλη την αστική μου υπερηφάνεια....», διαπίστωνε ο Τσαρούχης.

Κι όμως, όταν βλέπει τη μακέτα σκηνικού του σε εφημερίδα, ο Κόντογλου ανακαλεί και τον δέχεται βοηθό και μαθητή του. Ο Τσαρούχης βρίσκεται να είναι συγχρόνως μαθητής του Κόντογλου και του Παρθένη. «Επιτέλους. Η ζωγραφική άρχισε να διδάσκεται με τρόπο αυστηρό, σχεδόν στρατιωτικό», επισημαίνει για τον Παρθένη.

Συνδέεται με την Ελλη Παπαδημητρίου και τη Λαογραφική Εταιρεία και το 1931, άοκνος, μαθαίνει από την Εύα Σικελιανού να υφαίνει. Δείγματα υφαντών του υπάρχουν στο Μπενάκη. Επιθυμία του ήταν να μάθει την κοπτική και την αρχαία υφαντική. Ταξιδεύει στη Σμύρνη και στην Πόλη με το Λύκειο Ελληνίδων.


Ματίς και Τζιακομέτι

Το 1935 ταξιδεύει στο Παρίσι με τα λεφτά από δυο σκηνογραφίες του για την Κοτοπούλη, για να διαπιστώσει αν ίσχυαν όσα του έλεγαν για την πόλη. Θα δει θέατρο, θα επισκεφτεί μουσεία, θα πάει στον ιππόδρομο, θα συνδεθεί με τον Ματίς και τον Τζιακομέτι και θα χτυπήσει την πόρτα του Τεριάντ για να του αποκαλυφθεί το έργο του Θεόφιλου. «Το Παρίσι υπήρξε ένα μεγάλο σχολείο, αλλά είχα και μια εξαιρετική καθηγήτρια, τη μοναξιά. Είναι μια καθηγήτρια που σου δίνει μεγάλη ελευθερία να βλέπεις και να κρίνεις».

Επιστρέφοντας (1934-1939), στο ατελιέ της Τενέδου δημιουργεί συνθέτοντας επιδράσεις του από τον Καραγκιόζη και τον Ματίς. «Δεν θέλω να αρνηθώ καμία επίδραση. Μια επίδραση μπορεί να είναι ένα δάνειο νόμιμο, που δικαιώνεται από την πρόοδο του τεχνίτη, μπορεί να είναι μια κλεψιά ενός φουκαρά που προσπαθεί να μπαλωθεί όπως όπως».

* Το 2ο μέρος της αυτοβιογραφίας του Γ. Τσαρούχη, μετά το '40, έχει ήδη δρομολογηθεί, όπως και η επόμενη έκθεση «Ο Τσαρούχης και το θέατρο», ανέφερε ο Αγγελος Δεληβορριάς, χαρακτηρίζοντας το ζωγράφο «βασικό συστατικό της νεοελληνικής αυτογνωσίας».

Την επιμέλεια της έκθεσης (η διάρκειά της ώς τις 27 Ιουλίου) έχει η πρόεδρος του Ιδρύματος Τσαρούχη, Νίκη Γρυπάρη, και το σχεδιασμό της η σκηνογράφος Λιλή Πεζανού.


Πηγή: Ελευθεροτυπία






Το άρθρο αυτό προέρχεται από

HotStation.gr Greek Radio online


http://www.HotStation.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι το εξής
http://www.HotStation.gr/article3361.html